ἀποφύσεις

ἀποφύσεις
ἀπόφυσις
side-shoot
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀπόφυσις
side-shoot
fem nom/acc pl (attic)
ἀ̱ποφύσεις , ἀποφυσάω
blow away
imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀποφυσάω
blow away
imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀποφύ̱σεις , ἀποφυσάω
blow away
imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φατνιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οδοντικά φατνία 2. φρ. α) «φατνιακό πέταλο» το μέρος τού οστού τών γνάθων στο οποίο βρίσκονται τα φατνία τών δοντιών β) «φατνιακό τόξο» το τόξο που σχηματίζεται από τις αποφύσεις τών γνάθων οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… …   Dictionary of Greek

  • κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… …   Dictionary of Greek

  • κλινοειδής — ές (Α κλινοειδής, ές) [κλίνη] 1. αυτός που μοιάζει με κλίνη, αυτός που έχει σχήμα κρεβατιού 2. φρ. ανατ. «κλινοειδείς αποφύσεις» ή απλώς «κλινοειδείς» οι έξι κατά τους αρχαίους τρεις αποφύσεις που παρουσιάζει η ενδοκράνια επιφάνεια τού… …   Dictionary of Greek

  • νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά …   Dictionary of Greek

  • παντόποδα — Ονομάζονται και πυκνογονίδες. Τάξη θαλάσσιων αρθροπόδων, που μοιάζουν μάλλον με αράχνες. Το σώμα τους, που έχει μήκος μερικών εκατοστών, αποτελείται από ένα κεφάλι θώρακα και βραχεία κοιλιά σε σχήμα φυματίου· τα 4 ζεύγη των θωρακικών άκρων είναι… …   Dictionary of Greek

  • σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”